- λοχαγώ
- λοχαγῶ, -έω, ιων. τ. λοχηγῶ (Α) [λοχαγός]1. διοικώ λόχο, στρατιωτικό σώμα που αποτελούνταν συνήθως από 100 άνδρες («ἐπεὶ εἰ οὕτω γε τοῡτο ἔχει, ἔφη, οὐδὲ λοχαγεῑν ἡμῑν ἔξεστιν... ὅτι Ἀρκάδες ἐσμέν», Ξεν.)2. απαρτίζομαι από λοχαγούς.
Dictionary of Greek. 2013.